Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψιψίρισμα — το, Ν [ψιψιρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιψιρίζω … Dictionary of Greek
ψιψίρισμα — το, ατος λεπτολογία, ψιλοκοσκίνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)